- δικαιοδοτώ
- (AM δικαιοδοτῶ, -έω) [δικαιοδότης]απονέμω δικαιοσύνηνεοελλ.εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμααρχ.(με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδικαιοδότητος — ἀδικαιοδότητος, ον (Α) [δικαιοδοτῶ] 1. αυτός που δεν αποδίδει δικαιοσύνη 2. από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περιμένει απόδοση δικαιοσύνης … Dictionary of Greek
εξουσιοδοτώ — εξουσιοδότησα, εξουσιοδοτήθηκα, εξουσιοδοτημένος, μτβ., δίνω εξουσιοδότηση, παραχωρώ σε κάποιον την εξουσία (δικαίωμα) να κάνει κάτι για λογαριασμό μου, δικαιοδοτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)